Παρένθεση: Η τελευταία φορά που ανέβασα Δωρική Διάλεκτο ήταν τον Μάρτιο του 2017! Αυτό συνέβη γιατί από τότε άφησα το blog μου στο έλεος και προτιμούσα να τα ανεβάσω στον προσωπικό μου λογαριασμό στο Facebook!
Μετά από όμως από το «πέσιμο» της σελίδας πριν λίγες ημέρες, θυμήθηκα κάποια blogger (δυστυχώς δεν θυμάμαι ποια) που μας έλεγε να μην εμπιστευόμαστε τις πλατφόρμες αυτές για τόσο σημαντικές αναμνήσεις γιατί κάποια στιγμή μπορεί να τα χάσουμε όλα!
Όταν έφτιαξε λοιπόν το Facebook, κατέβασα όλα μου τα ποστ και σημείωσα όλες τις ατάκες της Θεοδώρας!
Κλείνει η τεράστια παρένθεση μου!)
Οι ατάκες λοιπόν της Θεοδώρας σχετικές με τον θάνατο όλες μαζεμένες και τακτοποιημένες!
⚫️ Τον μακρινό Απρίλιο του 2018 γυρνάμε από την πλατεία του χωριού που είχαμε βγει για βόλτα και κάνουμε μια στάση στο περίπτερο να πάρουμε παγωτό!
Σε μια σακούλα είχαμε ένα παγωτό για την δώρα και ένα οικογενειακό για εμένα (ναι μόνη μου το έφαγα).
Κάποια στιγμή περνάει αρκετά γρήγορα ένα αυτοκίνητο από δίπλα μας και η Δώρα αρχίζει να σχολιάζει:
«Κοιτά κοιτά ποσό γρήγορα πάει αυτός. Αν δεν είμασταν στην άκρη θα μας πατούσε. Και αν μας πατούσε θα πεθαίναμε. Θα σταμάταγε η καρδιά μας και θα πέφταμε μπαμ κάτω και πάει η ζωή μας. Αλλά το χειρότερο είναι ότι θα έπεφτε και η σακούλα με τα παγωτά μας και θα λιωνανε«
«Ο μπαμπάς παπούτσης και η μαμά παπουτσάρα.
Μετά από λίγα χρόνια, ζούσαν ο παπούτσας και η παπουτσάρα.
Μετά ήρθε το καλοκαίρι. Μετά γεννήσανε ένα μωράκι και μετά το μωράκι τους έφυγε, μεγάλωνε και όσο μεγάλωνε μετά από λίγα χρόνια το μωρό μεγάλωνε πιο πολύ.
Και ο παπουτσαρας είχε κι άλλο μωρό και μετά από λίγα χρόνια γέννησε και μια άλλη εγγονούλα.
Και μετά ο ένας παππουτσάρας παντρεύτηκε την άλλη παππουτσάρα. Και μετά γεννησανε κι άλλο μωρό αγόρι μαζί με κορίτσι και παντρευτήκαμε και αυτοί οι δυο.
Μετά τρώγανε, κάνανε μουσική και μόλις μεγαλώσανε όλοι, πήγαιναν στα δικά τους χωράφια.
– Σήμερα θα αργήσει λίγο ναι.
Και οι μακάβριες συζητήσεις στο σπίτι μας συνεχίζονταν εκείνο το μήνα!
Ένα απόγευμα λοιπόν που έκανα και τα δύο κορίτσια μπάνιο η Θεοδώρα αρχίζει και φιλοσοφεί μόνη της.
«Μαμά, τα παιδάκια δεν πρέπει να πεθαίνουν. Ούτε εγώ θέλω να πεθάνω, ούτε η Κ.
– Μαμά τώρα που θα γυρνάμε σπίτι να περάσουμε από το φαρμακείο να πάρουμε σπρέι για πεθαμένους.
– Τι λες θεοδωρα μου;;
– ναι μαμά. Έτσι κάνανε και στον Ιησού (;;;;;). Μετά που τον σταυρώνανε τον θάψανε και μετά πήγανε κάποιοι κύριοι και του ρίξανε ένα σπρέι και ζωντάνεψε.
Αυτό το σπρέι να πάρουμε κι εμείς κι όταν πεθάνω να μου κανεις φσουτ φσουτ και να ξυπνήσω και να μην κλαις!
Μαμά αν πατήσει την Κ. αυτοκίνητο θα πρέπει να την πάμε στο νοσοκομείο να την φουσκώσουν και θα γεμίσει η κοιλιά της αέρα και μετά θα μπορούμε να φουσκώνουμε μπαλόνια. Δεν θα ήταν τέλεια μαμά;;
Φσιτ, φσιτ να σας ψεκάσω να ζήσετε όλοι σας χαρούμενοι και αγαπημένοι! ❤ ❤ ❤ ❤
Μου αρέσει!Μου αρέσει!
xaxaxa. Κυριολεκτικά του θανατά! Εχουν αρχισει να έχουν ερωτήματα σχετικά με τη ζωή και τον θάνατο… Σαν να συνειδητοποιεί τη ζωή με έναν πιο ρεαλιστικό τρόπο…
Μου αρέσει!Μου αρέσει!
Έλιωσα με τον μπαμπά που θα είναι ακόμα στη δουλειά!!!
Μου αρέσει!Μου αρέσει!